παρειῶν

παρειῶν
παρείας
reddish-brown snake
masc gen pl
παρείης
masc gen pl
παρειά
cheek
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παρειῶν — Πάρεια fem gen pl Παρείη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achlys — (altgriechisch Ἀχλύς) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation der nächtlichen Dunkelheit und der tiefen Trauer. Während Achlys bei Homer noch als unpersönlicher Zustand erscheint, wird sie in Hesiods Aspis als Personifikation… …   Deutsch Wikipedia

  • ενερευθής — ἐνερευθής, ές (Α) [έρευθος] 1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός 2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • επιφοινίσσω — ἐπιφοινίσσω (Α) 1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῡν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.) 2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).… …   Dictionary of Greek

  • καταπροχέω — (Α) χύνω προς τα κάτω («δάκρυα παρειῶν καταπροχέειν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προχέω «χύνω προς τα μπροστά»] …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • παρειοθύλακος — ο θύλακος στο εσωτερικό τών παρειών ορισμένων ζώων, λ.χ. πιθήκων, τρωκτικών, χειροπτέρων, για εναποθήκευση τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. παρειά + θύλακος] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… …   Dictionary of Greek

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”